- αποκρυσταλλώνω
- (Α ἀποκρυσταλλοῡμαι, -όομαι)νεοελλ.1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι(αρχ., -ούμαι)κρυσταλλιάζω, παγώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκρυσταλλώνω — αποκρυσταλλώνω, αποκρυστάλλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκρυσταλλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. δίνω σε κάτι κρυσταλλική μορφή: Άλλοτε πουλούσαν ζάχαρη αποκρυσταλλωμένη. 2. καταλήγω σε κάτι σαφές και οριστικό: Στο θέμα αυτό έχω πια αποκρυσταλλώσει γνώμη. Ουσ. αποκρυστάλλωση, η και αποκρυστάλλωμα, το ατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)